- νικήσεις
- νῑκήσεις , νικάωconqueraor subj act 2nd sg (attic epic ionic)νῑκήσεις , νικάωconquerfut ind act 2nd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μούλε — μοῡλε (Μ) (κλητ.) (σε προσφώνηση) κύριε («πίασε, μοῡλε τὸν ἄγουρον, ταχέως νὰ τὸν νικήσεις», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. moula] … Dictionary of Greek